τρέσα

τρέσα
η, Ν
1. ταινιωτό πλέγμα, είδος ταινίας που χρησιμοποιείται για διακόσμηση
2. ναυτ. (στα μεγάλα ιστιοφόρα) το διάπηγμα τών θωρακίων, κν. τραβέρσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tresse].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρέσασ' — τρέσᾱσα , τρέω flee from fear aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) τρέσᾱσι , τρέω flee from fear aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) τρέσᾱσαι , τρέω flee from fear aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέσας — τρέσᾱς , τρέω flee from fear aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) τρέω flee from fear aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τσίτα — επίρρ. τροπ. 1. τεντωτά, τσιτωτά, τεζαριστά: Κράτα το σεντόνι τσίτα. 2. στριμωχτά: Στρώσε το χαλί τσίτα στον τοίχο. 3. τσίτα τσίτα μόλις και μετά βίας, ζόρικα, δύσκολα: Ο μισθός είναι μικρός και ζούμε τσίτα τσίτα. η 1. κομμάτι ξύλου που κρατά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”